- ἔπειτε(ν)
- ἔπειτα, ἔπειτε(ν)See also: s. εἶτα.Page in Frisk: 1,533
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). Robert S.P.. 2010.
επείτε — ἐπείτε και ἐπεί τε (Α) όταν, αφού («εἰσέβαλε μέν νυν στρατιὴν καὶ οὗτος, ἐπείτε ἧρξε», Ηρόδ.) … Dictionary of Greek
ἐπείτε — ἐπεί after that ionic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπείτ' — ἐπείτε , ἐπεί after that ionic (indeclform conj) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
πρόκα — (I) και πρόκατε Α (ιων. επίρρ.) ευθύς, αμέσως. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. παράγεται από την πρόθεση πρό με επίθημα κα, που δεν συνδέεται όμως με το χρονικό μόριο τών αὐτίκα, τηνίκα, τόκα, αλλά με το επίθημα τού σλαβ. prokŭ «υπολειπόμενος» και τού λατ.… … Dictionary of Greek